ιερομόναχος

ιερομόναχος
ο иеромонах

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιερομόναχος" в других словарях:

  • ιερομόναχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 35 κάτ.) των Παξών. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παξών του νομού Κερκύρας. * * * ὁ (Μ ἱερομόναχος) μοναχός που έχει χειροτονηθεί ιερέας …   Dictionary of Greek

  • ιερομόναχος — ο ο μοναχός (καλόγερος) που χειροτονήθηκε ιερέας, καλογερόπαπας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κράλης, Αμβρόσιος — Ιερομόναχος και αγωνιστής του 1821 από την Άνδρο. Ανήκε στους πρώτους που ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στη γενέτειρά του. Σκότωσε τον αγά του Κάτω Κάστρου Άνδρου μαζί με δύο άλλους μοναχούς, τον Νικηφόρο Σκόρδο και τον Καλλίνικο Μάθα, και… …   Dictionary of Greek

  • Παλιουρίτης, Γρηγόριος — Ιερομόναχος και λόγιος από τα Ιωάννινα. Έζησε το δεύτερο μισό του 18ου αι. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε από έναν καλόγηρο της μονής Παλιουρής της Ηπείρου και έπειτα φοίτησε στη Μπαλαναία σχολή και στη σχολή του Ψαλλίδα στα Ιωάννινα. Το 1805, ο Π.… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

  • Арсений (Крестас) — Иеромонах Арсений Ιερομόναχος Αρσένιος Имя при рождении: Αλέξανδρος Κρέστας Род деятельности: священнослужитель Дата рождения …   Википедия

  • Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… …   Dictionary of Greek

  • Καρούσος — Επώνυμο λογίων και επιστημόνων από την Κεφαλονιά. 1. Αναστάσιος (18ος αι.). Λόγιος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα και στη Βενετία. Χρημάτισε σύνδικοςτης κοινότητας της Κεφαλονιάς (1774) και διοικητής Ιθάκης έως το 1777. Ως μέλος της …   Dictionary of Greek

  • Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το …   Dictionary of Greek

  • иеромонах — монах священник , из греч. ἱερομόναχος …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Hieromonk — Hieromonk, or Hieroschemamonk, Eastern Orthodox Christianity, (Greek: Ἱερομόναχος, Ieromonachos ; Slavonic: Ieromonakh , Romanian: Ieromonah ), or Priestmonk (a literal translation), is a monk who is also a priest. In the Eastern Churches,… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»